φουρκέτα

φουρκέτα
η, Ν
1. επιμήκης καρφίτσα σε σχήμα ύψιλον για συγκράτηση τών γυναικείων μαλλιών
2. μτφ. πολύ κλειστή στροφή σε αυτοκινητόδρομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. forcheta].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φουρκέτα — η (λ. ιταλ.), διχαλωτή καρφίδα σε σχήμα U, που χρησιμοποιούν οι γυναίκες για να συγκρατούν τα μαλλιά τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”